- ὀδάξομαι
- ὀδάξω u. ὀδάξομαι, beißen, stechen, ein Jucken verursachen, u. pass. ein Stechen, Jucken empfinden, u. dah. auch sich kratzen, reiben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οδάξω — ὀδάξω και ὀδαξῶ και ἀδαξῶ, άω (Α) 1. δαγκώνω 2. (συν. το μέσ.) ὀδάξομαι και ὀδαξῶμαι, άομαι και ὀδαξοῡμαι, έομαι προκαλώ κνησμό ή πόνο με δάγκωμα ή τσίμπημα 3. αισθάνομαι φαγούρα ή πόνο που οφείλεται, κυρίως σε δάγκωμα 4. προκαλώ αμυχές στο δέρμα … Dictionary of Greek
οδαξησμός — ο (Α ὀδαξησμός και ὀδαξισμός) νεοελλ. ιατρ. ερεθισμός τού δέρματος ο οποίος προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε διαταραχή τής λειτουργίας τών νεύρων, χωρίς να υπάρχει εμφανής δερματική βλάβη αρχ. κνησμός, φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι… … Dictionary of Greek
οδαξητικός — ὀδαξητικός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί κνησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. ητικός (πρβλ. κιν ητικός)] … Dictionary of Greek